ψυχοθεραπευτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ψυχοθεραπευτή αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του ψυχοθεραπευτής
ψυχοθεραπευτή αρσενικό