طمر

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αραβικά (ar)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

طمر < αραβική ρίζα ط م ر‎ (ṭ-m-r)

Ρήμα[επεξεργασία]

طمر (طَمَرَ) (ar) (tamara)

Ρήμα[επεξεργασία]

طمر (طَمِرَ) (ar) (tamira)



Οθωμανικά τουρκικά (ota)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

طمر < κληρονομημένο από την παλαιά τουρκική [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

طمر (damar)

  1. (ανατομία) αιμοφόρο αγγείο, φλέβα
  2. οτιδήποτε μοιάζει ή έχει σχήμα παρόμοιο με της φλέβας
  3. (μεταφορικά) ιδιαίτερο γνώρισμα του χαρακτήρα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Απόγονοι[επεξεργασία]

طمر (οθωμανικά τουρκικά)

τουρκικά: damar
αλβανικά: damar
νέα ελληνικά: νταμάρι

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 1245 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).