ἀγγειλάντων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

ἀγγειλάντων

  1. γενική πληθυντικού του ἀγγείλας
  2. γενική πληθυντικού του ἀγγεῖλαν (ουδέτερο του ἀγγείλας)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἀγγειλάντων

  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀγγέλλω
→ δείτε τη λέξη  ἀγγέλλω