ἀναβαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἀναβαίνω
- πηγαίνω επάνω, ανεβαίνω
- ↪ ἡ μὲν ἔπειτ᾽ ἀνέβαιν᾽ ὑπερώϊα δῖα γυναικῶν
- ανεβαίνω σε κάτι, σκαρφαλώνω
- ↪ εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περιμήκετον
- (μεταφορικά)ανεβάζω το επίπεδο
- ※ 5ος αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 445c @greek-language.gr
- ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου, ἓν μὲν εἶναι εἶδος τῆς ἀρετῆς, ἄπειρα δὲ τῆς κακίας
- τώρα που ανεβάσαμε τη συζήτηση σε αυτό το επίπεδο, ένα είναι το είδος της αρετής, άπειρα δε της κακίας
- επιβαίνω, επιβιβάζομαι
- ↪ ἀναβάσομαι στόλον
- προχωρώ προς τα ηπειρωτικά, προς τα μεσόγεια
- ανεβαίνω στο βήμα να μιλήσω
- προχωρώ σε ερωτική πράξη
- φτάνω καπου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀναβάδην (ανάσκελα ή με τα πόδια ψηλά ή οκλαδόν ή γονατιστά ή επάνω)
- ἀναβαδόν
- ἀνάβασις (εκστρατεία στο εσωτερικό, ανάβαση, ανέβασμα, ανηφόρα)
- ἀναβάτης (ο αναβάτης, ο ιππέας και ο ἐπιβήτωρ)
- ἀναβατικός (έμπειρος στην ανάβαση)
- ἀναβατός, ἄμβατος, ἀμβατός (προσιτός, εύκολος να τον ανεβεί κανείς)
- ἀναναβαθμικός
- ἀναναβαθμίς
- ἀναβαθμός (σκάλα, σκαλοπάτι)
- ἀνάβαθρον
- ἀναβάσιον
- ἀναβασμός
- ἀναβατέον
- ἀναβατήριον
- ἀναβιβάζω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἀναβαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναβαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.