ἀποκουντουρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποκουντουρίζω < ἀπό + κουντουρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀποκουντουρίζω

  1. αφαιρώ, κόβω την ουρά, καθιστώ κάτι κολοβό
  2. (μεταφορικά) απομακρύνομαι (με περιφρόνηση)
  3. (στη μέση φωνή) στενοχωριέμαι
  4. (στη μέση φωνή) θυμώνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]