Ἀνάληψις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἀνάληψις < ἀνάληψις

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἀνάληψις θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (χριστιανισμός, τοπωνύμιο) η Ανάληψη