ἐκτίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκτίνω < ἐκ- + τίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐκτίνω

  1. πληρώνω (χρέος, λύτρα)
    ※  καί σφι ὑπ᾽ Ἀργείων ἐπεβλήθη ζημίη χίλια τάλαντα ἐκτῖσαι, πεντακόσια ἑκατέρους (Ηρόδοτος, 6, 92, 2)
  2. αποπληρώνω, εκτίω
  3. (μέση διάθεση) απαιτώ αποζημίωση, παίρνω εκδίκηση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ἐκτίνω δίκην: πληρώνω όλο το χρηματικό πρόστιμο

Πηγές[επεξεργασία]