ἐπεμβαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επεμβαίνω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπεμβαίνω < ἐπί + ἐν + βαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπεμβαίνω

  1. πατάω πάνω σε κάτι
  2. μπαρκάρω
  3. ποδοπατάω, καταπατώ
  4. (μεταφορικά) επικρίνω