ἐπτωχαδάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπτωχαδάκι < ἐπτωχ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -αδάκι < → δείτε τη λέξη πτωχός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπτωχαδάκι ουδέτερο

  • άλλη μορφή του πτωχαδάκι (φτωχαδάκι)
    ※  17ος αιώνας παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, φ. 32r
    Ἀπέθανεν ὁ παπὰ κὺρ Μπατζὴς ὁ Ζιχνιώτης καὶ ἐνορίτης τοὺς Ἁγίους Θεοδώρους, ἄνθρωπος ὡς ν΄ χρονῶν, ἐπτωχαδάκι, ταπεινός, ἥσυχος, πρᾶος, ἄκακος, ἁπλοῦς, φιλοκκλήσιος· ἀμὴ ἦτον πολλὰ ἀγράμματος.
    απόσπασμα@books.google Textes, documents, études sur le monde byzantin, néohellénique, et balkanique, vol.1. 1996

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]