ἕπομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἕπομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (ακολουθώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἕπομαι

  1. (+ δοτική) ακολουθώ
     συνώνυμα: ἀκολουθέω
  2. επακολουθώ
  3. υπακούω, συμμορφώνομαι
  4. επιδιώκω
  5. προσκολλώμαι

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]