ὑπασπιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υπασπιστής

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπασπιστής < (ὑπό) ὑπ- + ἀσπίζω (< ἀσπίς) + -τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὑπασπιστής αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]