*men-

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από *men-, σκέφτομαι)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)[επεξεργασία]

ανασυντεθειμένοι τύποι
ανασυντεθειμένοι τύποι
(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας
όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας
- μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος -
 

Ρίζα[επεξεργασία]

*men- (πολύσημη ρίζα)

  1. σκέφτομαι, σκέψη, πνευματική δραστηριότητα
  2. μένω, παραμένω