Chansen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διαγλωσσικοί όροι[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Chansen < μεταγραφή για τη νέα ελληνική Χάνσεν < δανική Hansen, από τον Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν (1813-1891) (δανική γλώσσα Theophilus Hansen, γερμανική γλώσσα Theophil Hansen)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Chansen
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Chansen
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)[1]
- περιοχή της Ταϊλάνδης (μεταγραφή για την ταϊλανδικη จันเสน), άλλη μορφή του Chan Sen
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Chan Sen στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Chansen - Επώνυμα όλων των γλωσσών surnames@forebears (από το 2012). 14 άτομα στις ΗΠΑ, με στοιχεία του 2014.
Κατηγορίες:
- Μεταγραμμένοι όροι - επώνυμα από τα νέα ελληνικά (διαγλωσσικοί όροι)
- Μεταγραμμένοι όροι - επώνυμα από τα δανικά (διαγλωσσικοί όροι)
- Μεταγραφές (διαγλωσσικοί όροι)
- Επώνυμα κοινού γένους (διαγλωσσικοί όροι)
- Κύρια ονόματα (αγγλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (αγγλικά)
- Περιοχές της Ταϊλάνδης (αγγλικά)
- Περιοχές (αγγλικά)
- Τοπωνύμια της Ταϊλάνδης (αγγλικά)
- Τοπωνύμια (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα ταϊλανδικά (αγγλικά)