Tuberkulose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Tuberkulose < νεολατινική tuberculosis < λατινική tuberculum, υποκοριστικό του tuber (μάζα, όγκος, οίδημα)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Tuberkulose (de) θηλυκό