οίδημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οίδημα | τα | οιδήματα |
γενική | του | οιδήματος | των | οιδημάτων |
αιτιατική | το | οίδημα | τα | οιδήματα |
κλητική | οίδημα | οιδήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οίδημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἴδημα < οἶδος (πρήξιμο), οἰδέω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈi.ði.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οί‐δη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οίδημα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)