aĉetantino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aĉetantino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetantino | aĉetantinoj |
αιτιατική | aĉetantinon | aĉetantinojn |
aĉetantino (eo)