aŭtoklavo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtoklavo | aŭtoklavoj |
αιτιατική | aŭtoklavon | aŭtoklavojn |
aŭtoklavo (eo)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- autoklavo στο H-sistemo
- auxtoklavo στο X-sistemo