aŭtomobilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtomobilo | aŭtomobiloj |
αιτιατική | aŭtomobilon | aŭtomobilojn |
aŭtomobilo (eo)
- το αυτοκίνητο