above

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

above < μέση αγγλική above, aboven, abuven < αγγλοσαξονική abufan, onbufan < a + bufan < bi + ufan

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /əˈbʌv/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

above (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ανωτέρω, κάτι που αναφέρεται ή γράφεται προηγουμένως στην ίδια επιστολή, βιβλίο κτλ.
    the above mentioned facts - τα ανωτέρω αναφερθέντα γεγονότα
    The committee studiously considered all of the above comments.
    Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.

Επίρρημα[επεξεργασία]

above (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. παραπάνω, σε ψηλότερο σημείο
    the floor above - ο παραπάνω όροφος
  2. πάνω, ψηλά στον ουρανό
    He's in a better place now, floating free as the clouds above.
    Είναι σε καλύτερη θέση πλέον, πλέοντας ελεύθερος ψηλά στα σύννεφα.
  3. ανωτέρω, παραπάνω, προηγουμένως σε κάτι γραπτό ή τυπωμένο
    the Council’s decision that is mentioned above - η απόφαση του Συµβουλίου που αναφέρεται ανωτέρω
    above on the same page - παραπάνω στην ίδια σελίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

above (en) (μη μετρήσιμο)

  • (με the) τα ανωτέρω, το πρόσωπο ή το πράγμα που αναφέρεται προηγουμένως σε μια επιστολή, βιβλίο κτλ.
    taking into account the above - λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω

Πρόθεση[επεξεργασία]

above (en)

  1. πάνω από, από πάνω, από, σε υψηλότερο μέρος ή θέση από κάτι ή κάποιον
    I’m flying above the earth.
    Πετάω πάνω από τη γη.
    His office is located one floor above from mine.
    Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου.
    He is above him in the hierarchy.
    Είναι πάνω από αυτόν στην ιεραρχία.
    The skyscraper rises 150 meters above the ground.
    Ο ουρανοξύστης υψώνεται 150 μ. από το έδαφος.
     συνώνυμα: over
  2. πάνω από, παραπάνω από, περισσότερο από κάτι, μεγαλύτερο σε αριθμό ή ηλικία από κάποιον ή κάτι
    way above average - πολύ πάνω από το μέσο όρο
    It weighs above ten tons.
    Ζυγίζει πάνω από/παραπάνω από δέκα τόννους.
     συνώνυμα: over
  3. πάνω από, περισσότερο από, έχει μεγαλύτερη σημασία ή υψηλότερη ποιότητα από κάποιον ή κάτι
    love/freedom above all - πάνω από όλα η αγάπη/η ελευθερία
    He doesn’t put anyone above his family.
    Δε βάζει κανέναν πάνω από την οικογένειά του.
    I love him above all else.
    Τον αγαπώ περισσότερο από απ' όλους.
     συνώνυμα: over, more than
  4. υπεράνω, πέραν, είμαι πολύ καλός ή πολύ ειλικρινής για να κάνω κάτι κακό
    I am above suspicion.
    Υπεράνω (πάσης) υποψίας.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • above στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]