πέραν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πέραν, πέρα, πέρας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέραν < αρχαία ελληνική πέραν

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πέραν

(λόγιο) συντάσσεται με γενική
  1. για να προσθέσουμε κάτι επιπλέον
    Ενώ η παραγωγή νέου εισοδήματος καθηλώνεται, επιταχύνεται μείζων αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου προς επάνω, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το σύνολο της κοινωνίας και χωρίς την παραμικρή ορατότητα για μέλλον. Πέραν τούτου, τα θανατηφόρα πλήγματα στον κοινωνικό ιστό δεν κατανέμονται εξ ίσου μεταξύ όλων των κατηγοριών του πληθυσμού, αλλά κατ' εξοχήν εις βάρος των νέων, που είναι οι πιο ευάλωτοι, αφού βρίσκονται στην αρχή της σταδιοδρομίας τους. (*)
     συνώνυμα: εκτός
  2. για να δείξουμε ότι υπερβήκαμε κάποια όρια, έξω από, μακριά από
    • Περισσότερες από 20 αποφάσεις Διοικητικών Πρωτοδικείων έχουν κρίνει παράνομη την παράταση της κράτησης μεταναστών πέραν των 18 μηνών κι έχουν διατάξει την άμεση αποφυλάκιση των κρατούμενων που προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη. Και όμως, σαν να μην τρέχει τίποτα, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνεχίζει να εφαρμόζει την παράνομη απόφαση που υπέγραψε ο προηγούμενος υπουργός, βασισμένο σε μια γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που έχει δεχτεί πολύ αυστηρή κριτική στην Ελλάδα και διεθνώς για την έωλη και ρατσιστική επιχειρηματολογία της. (*)
    • Όταν οι κοινωνίες μας άρχισαν να μπαίνουν στον ρυθμό της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ο Σεπτέμβρης έγινε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ο μήνας των σχολείων. (*)
  3. από την άλλη πλευρά, απ’ την άλλη μεριά
    Πέραν του Ατλαντικού το κουβάρι με τις μίζες (*)
     συνώνυμα: απέναντι, αντίκρυ
     αντώνυμα: δώθε, εντεύθεν
  4. άλλη μορφή του πέρα

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]