μεριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεριά οι μεριές
      γενική της μεριάς των μεριών
    αιτιατική τη μεριά τις μεριές
     κλητική μεριά μεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεριά < μεσαιωνική ελληνική μεριά < μερέα < μέρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεριά θηλυκό

  1. η τοποθεσία, το μέρος
  2. η πλευρά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιείται και με ιδιωματικό τρόπο, συμπληρωματικά σε τοποθεσίες: ήρθε από Αθήνα μεριά, αν πηγαίνετε (προς) Λάρισα μεριά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μεριά