abrikotarbo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abrikotarbo < abrikot(o) + arbo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abrikotarbo | abrikotarboj |
αιτιατική | abrikotarbon | abrikotarbojn |
abrikotarbo (eo)