absolutoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- absolutoire < λατινική absolutorius
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
absolutoire | absolutoires |
absolutoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό