accidentale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accidentale < accidente
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accidentale | accidentali |
accidentale (it) αρσενικό ή θηλυκό