accourse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accourse | accourses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accourse (fr) θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) εξωτερικός διάδρομος μεταξύ δυο διαμερισμάτων
ενικός | πληθυντικός |
accourse | accourses |
accourse (fr) θηλυκό