accourse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
accourse accourses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

accourse (fr) θηλυκό