accroissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

accroissement < accroître

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kʁwas.mɑ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
accroissement accroissements

accroissement (fr) αρσενικό

  1. η αύξηση
     συνώνυμα: diminution, perte
  2. (νομικός όρος) δικαίωμα επιστροφής ενός αντικειμένου στον προηγούμενο κάτοχό του
  3. (παρωχημένο) το μεγάλωμα (φυτών και ζώων)

Συγγενικά[επεξεργασία]