accul

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
accul acculs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

accul (fr) αρσενικό

  • ο χώρος όπου στριμώχνεται κανείς όταν υποχωρεί μπρος σε κάποιον κίνδυνο