acordo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acordo | acordos |
acordo (pt) αρσενικό
- η συμφωνία
- το κούρντισμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acordo | acordos |
acordo (pt) αρσενικό