acroléine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- acroléine < (άμεσο δάνειο) γερμανική Akrolein < λατινική acer (γενική acris (δριμύς, οξύς) + olere (οσφραίνομαι) + -ine
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
acroléine | acroléines |
acroléine (fr) θηλυκό