actuaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
actuaire | actuaires |
actuaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- εξειδικευμένος στις στατιστικές προς όφελος ασφαλιστικών εταιρειών