adoucissage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
adoucissage adoucissages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adoucissage (fr) αρσενικό

  1. η επεξεργασία ενός υφάσματος που σκοπεύει να « ανοίξει » τα χρώματά του
  2. η λείανση μιας επιφάνειας ώστε να φαίνεται πιο ομοιογενής

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη adoucir