adoucissage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adoucissage | adoucissages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adoucissage (fr) αρσενικό
- η επεξεργασία ενός υφάσματος που σκοπεύει να « ανοίξει » τα χρώματά του
- η λείανση μιας επιφάνειας ώστε να φαίνεται πιο ομοιογενής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη adoucir