aerŝipo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerŝipo | aerŝipoj |
αιτιατική | aerŝipon | aerŝipojn |
aerŝipo (eo)
- το αερόπλοιο