afiŝado
(Ανακατεύθυνση από afisxado)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afiŝado | afiŝadoj |
αιτιατική | afiŝadon | afiŝadojn |
afiŝado (eo)
- επικόλληση, ανάρτηση αφισών
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afiŝado | afiŝadoj |
αιτιατική | afiŝadon | afiŝadojn |
afiŝado (eo)