agalactie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
agalactie | agalacties |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɡa.lak.ti/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]agalactie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
agalactie | agalacties |
agalactie (fr) θηλυκό