αγαλακτία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαλακτία < αρχαία ελληνική ἀγαλακτία < γάλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαλακτία θηλυκό
- η έλλειψη γάλακτος κατά το χρόνο έναρξης της γαλουχίας, τόσο στον άνθρωπο όσο και στα θηλαστικά των κτηνοτροφικών μονάδων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γάλα