agrokulturisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- agrokulturisto < agro + kulturisto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agrokulturisto | agrokulturistoj |
αιτιατική | agrokulturiston | agrokulturistojn |
agrokulturisto (eo)