aigrelet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aigrelet < aigre
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aigrelet | aigrelets |
θηλυκό | aigrelette | aigrelettes |
aigrelet (fr)
- ξινούτσικος
- (μεταφορικά) (οικείο) δυσάρεστος στην ακοή