aklamo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aklamo | aklamoj |
αιτιατική | aklamon | aklamojn |
aklamo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aklamo | aklamoj |
αιτιατική | aklamon | aklamojn |
aklamo (eo)