akreditaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akreditaĵo | akreditaĵoj |
αιτιατική | akreditaĵon | akreditaĵojn |
akreditaĵo (eo)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- akreditajho στο H-sistemo
- akreditajxo στο X-sistemo