alabarda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- alabarda < (άμεσο δάνειο) μέση άνω γερμανική halmbarte [1] < halm (λαβή) < πρωτογερμανική *helmô (λαβή) + barte (μικρό τσεκούρι) < πρωτογερμανική *bardaz (κυριολεκτικά: γένι) [2]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↴ νέα ελληνικά: αλαβάρδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alabarda θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ alabarda - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
- ↑ alabarda (Italian) στο αγγλικό Βικιλεξικό