altigo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altigo | altigoj |
αιτιατική | altigon | altigojn |
altigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altigo | altigoj |
αιτιατική | altigon | altigojn |
altigo (eo)