alvoko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alvoko | alvokoj |
αιτιατική | alvokon | alvokojn |
alvoko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alvoko | alvokoj |
αιτιατική | alvokon | alvokojn |
alvoko (eo)