amourette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amourette | amourettes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amourette (fr) θηλυκό
- η επεισοδιακή ερωτική σχέση χωρίς συνέπεια, το φλερτάκι, η ερωτοτροπία