anfractuosité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anfractuosité | anfractuosités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anfractuosité (fr) θηλυκό
- ανώμαλη, ακανόνιστη κοιλότητα σε βράχο
ενικός | πληθυντικός |
anfractuosité | anfractuosités |
anfractuosité (fr) θηλυκό