appellatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appellatif | appellatifs |
θηλυκό | appellative | appellatives |
Επίθετο[επεξεργασία]
appellatif (fr)
- σχετικός με όνομα
- σχετικός με προσφώνηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη appeler