applicable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈæplɪkəbəl/ & /əˈplɪkəbəl/
- ⓘ (ΗΠΑ)
Επίθετο[επεξεργασία]
applicable (en)
- σχετικός, κατάλληλος
- ευκολοεφάρμοστος
- πρακτικός στην εφαρμογή του
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
applicable | applicables |
Επίθετο[επεξεργασία]
applicable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη appliquer