approvisionnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
approvisionnement | approvisionnements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
approvisionnement (fr) αρσενικό
- η τροφοδοσία, ο εφοδιασμός
- η προμήθεια