désapprovisionnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- désapprovisionnement < dés- + approvisionnement
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
désapprovisionnement | désapprovisionnements |
désapprovisionnement (fr) αρσενικό
- κατάργηση μιας τροφοδοσίας, ενός εφοδιασμού
- αφαίρεση μιας προμήθειας