désapprovisionnement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

désapprovisionnement < dés- + approvisionnement

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
désapprovisionnement désapprovisionnements

désapprovisionnement (fr) αρσενικό

  1. κατάργηση μιας τροφοδοσίας, ενός εφοδιασμού
  2. αφαίρεση μιας προμήθειας

Συγγενικά[επεξεργασία]