arch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arch | arches |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arch (en)
- (αρχιτεκτονική) αψίδα, τόξο
- το σχήμα ανεστραμμένου U
Ρήμα[επεξεργασία]
arch (en)
- κυρτώνω, δίνω το σχήμα ανεστραμμένου U