arco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arco | arcos |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arco (es) αρσενικό
- (γεωμετρία, οπλισμός) το τόξο
- (αρχιτεκτονική) η αψίδα
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arco | archi |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arco (it) αρσενικό
- (γεωμετρία, οπλισμός) το τόξο
- (αρχιτεκτονική) η αψίδα
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arco | arcos |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arco (pt) αρσενικό
- (γεωμετρία, οπλισμός) το τόξο
- (αρχιτεκτονική) η αψίδα
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ισπανικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Γεωμετρία (ισπανικά)
- Οπλισμός (ισπανικά)
- Αρχιτεκτονική (ισπανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Γεωμετρία (ιταλικά)
- Οπλισμός (ιταλικά)
- Αρχιτεκτονική (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πορτογαλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Γεωμετρία (πορτογαλικά)
- Οπλισμός (πορτογαλικά)
- Αρχιτεκτονική (πορτογαλικά)